αλιθήριο

αλιθήριο
(halitherium). Επιστημονική ονομασία γένους υδρόβιων ζώων που έχει εκλείψει. Ανήκε στην οικογένεια των σειρηνοειδών αλικοριδών. Έζησαν στη διάρκεια της τριτογενούς περιόδου έως τη μειόκαινο υποπερίοδο και από τα απολιθωμένα λείψανά τους υπολογίζεται ότι το μήκος τους έφτανε τα 3 μ. Τα ευρήματα αυτά ανακαλύφθηκαν σε διάφορες περιοχές της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Γερμανίας και του Πουέρτο Ρίκο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”